Dictionary of Greek. 2013.
χαράδρεια — χαράδρειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδριον — (I) και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α [χαράδρα] υποκορ. τού χαράδρα. (II) τὸ, Μ βλ. χαλάδριον … Dictionary of Greek